ψήνω — ψήνω, έψησα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… … Dictionary of Greek
αργοψήνω — ψήνω αργά, σιγοψήνω … Dictionary of Greek
παραψήνω — ψήνω περισσότερο από όσο πρέπει … Dictionary of Greek
φώγω — ΜΑ, και φῴζω και φώγνυμι και φωγνύω Α ψήνω ή ξηραίνω στη φωτιά ή στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με μορφολογική ποικιλία ως προς το επίθημα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *bhō g τής ΙΕ ρίζας *bhē… … Dictionary of Greek
εποπτώ — ἐποπτῶ, άω (Α) 1. ψήνω («ἄρτους ἐποπτᾷ», Πλούτ.) 2. ψήνω την επιφάνεια, από πάνω 3. παθ. ἐποπτῶμαι, άομαι καίγομαι, πυρπολούμαι 4. (σε λογοπαίγνιο) επιτηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)] … Dictionary of Greek
οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω … Dictionary of Greek
εξοπτώ — ἐξοπτῶ, άω (AM) 1. ψήνω καλά 2. ξεραίνω, στεγνώνω αρχ. 1. υπερθερμαίνω 2. (για έρωτα) καίω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οπτώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)] … Dictionary of Greek
εφεύω — έφεύω (Α) ψήνω, βράζω, μαγειρεύω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εὕω «ψήνω»] … Dictionary of Greek
ξεροψήνω — 1. ψήνω κάτι ώσπου να γίνει ξερό, ψήνω κάτι πολύ και σιγά σιγά 2. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ … Dictionary of Greek